- σταυλοφύλακας
- [-αξ (-ακος)] ο сторож в конюшне;воен. дневальный по конюшне
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυλοφύλακας — ο, Ν βλ. σταβλοφύλακας … Dictionary of Greek
σταβλοφύλακας — και σταυλοφύλακας, ο, Ν στρ. φύλακας στάβλου, υπεύθυνος για την καθαριότητα κατά τη διάρκεια τής υπηρεσίας του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάβλος + φύλακας] … Dictionary of Greek